ενδύω

Greek Monolingual

(AM ἐνδύω και ἐνδύνω
Α και ἐνδυνῶ, -έω)
1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῦ Διός»)
2. μέσ. ενδύομαι
φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν ἀρχιερατικήν στολήν», «θανάσιμον πέπλον... ἐκεῖνος ἐνδύς»)
μσν.- νεοελλ.
δένω βιβλίο, βιβλιοδετώ, ντύνω το βιβλίο, («οἱ γραμματικοὶ ἐνδύουν τὰ βιβλία»)
αρχ.-μσν.
περιβάλλομαι από, σαν να έχω φορέσει ως ένδυμα («ἐνεδύθημεν δόξαν», «τόλμην ἐνδύεσθαι»)
μσν.
επενδύω, ξοδεύω σε αγορά
αρχ.
1. εισέρχομαι ορμητικά κάπου («οἱ λόγοι οὗτοι ἐνδύονται ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων»)
2. υφίσταμαι καθίζηση («τοῦ τρίβου παντάπασιν ἐνδεδυκότος»)
3. φρ. «ἐνδύω διά τίνος» — γλιστρώ, εισέρχομαι αθόρυβα.