-ά, -όν (Α ἐνεός και ἐννεός, -ά, -όν)κατάπληκτος, εμβρόντητος («εἱστήκεισαν ἐνεοί», ΚΔ)μσν.σιωπηλός, άφωνοςαρχ.1. άλαλος» μουγκός («ό μὴ ἐνεός ἤ κωφὸς ἀπ' ἀρχῆς», Πλάτ.)2. βλάκας, ηλίθιος3. (για πράγμ.) άχρηστος, μάταιος.