ενθρονισμός

Greek Monolingual

και ενθρονιασμός, ο (AM ἐνθρονισμός) ενθρονίζω
η άνοδος αρχιερέα ή ηγεμόνα στον θρόνο
νεοελλ.
εγκατάσταση και παραμονή ανεπιθύμητου ανθρώπου σ' έναν χώρο
μσν.
1. εγκαίνια εκκλησίας ή αγίας τράπεζας
2. τίτλος τών προσοδίων του Πινδάρου
3. βιβλίο στο οποίο περιγράφεται η τάξη, η εθιμοτυπία τών ενθρονιασμών, εγκαινίων κ.λπ.