ενταφιάζω

Greek Monolingual

(AM ἐνταφιάζω)
τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, θάβω
νεοελλ.
φρ. «ενταφιάζω τις ελπίδες...» — θάβω, καθιστώ αδύνατη την πραγματοποίηση τών ελπίδων.