εντοιχίζω

Greek Monolingual

1. προσαρμόζω στον τοίχο, στην επιφάνειά του («εντοιχίζω αναμνηστική πλάκα»)
2. εγκλείω μέσα σε τοίχο
3. περικλείω με τοίχο, φράζω τις εξόδους με τοίχο.