εντομόφιλος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που αγαπά τα έντομα
2. βοτ. όρος που αναφέρεται σε φυτά στα οποία η επικονίαση γίνεται με τα έντομα
τα άνθη τους έχουν συνήθως λίγους στήμονες και άφθονο νέκταρ (π.χ. τα άνθη της φασκομηλιάς, της βανίλιας κ.ά.)
3. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο εντομόφιλος
γένος πτηνών της οικογένειας τών μελιφαγιδών.