εντριβή

Greek Monolingual

η
1. η ενέργεια του εντρίβω, τρίψιμο
2. ιατρ. το τρίψιμο του δέρματος, με την παλάμη ή με ειδικό όργανο, για να προκληθεί υπεραιμία ή να απορροφηθεί φαρμακευτική ή άλλη ουσία
3. συνεκδ. η αλοιφή ή το υγρό που χρησιμοποιείται για τρίψιμο.