-η, -ο1. αυτός που έχει έξι κλώνους, βλαστούς2. αυτός που αποτελείται από έξι νήματα («εξάκλωνη κλωστή»).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κλώνος].