εξάνθημα

Greek Monolingual

το (AM ἐξάνθημα) εξανθώ
δερματική αλλοίωση, μικρό ερυθρηματώδες έλκος, πληγή
αρχ.-μσν.
άνθος («ἀκάνθης λευκὸν ἐξάνθημα», Ευστ.)
αρχ.
μτφ. τα πάθη («χρηστῆς φύσεως οἷον ἐξανθήματα», Πλούτ.).