Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἐξέργω> αττ. τ. ἐξείργω (Α) έργω1. αποκλείω(«τούτους οὖν ἐξείργει ἀπὸ τοῦ βήματος», Αισχίν.)2. διώχνω κάποιον, τον κλείνω έξω(«τοὺς συκοφάντας οὐ θύραζ' ἐξείρξετε;», Αριστοφ.)3. εμποδίζω («οὐδέν ἐξείργει νόμος», Ευρ.)4. αναγκάζω, υποχρεώνω.