υποχρεώνω

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

και λόγιος τ. υποχρεώ, -όω, Ν
1. εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι («τον υποχρέωσε να φύγει»)
2. επιβάλλω («ο νόμος μάς υποχρεώνει να πληρώσουμε αποζημίωση»)
3. κάνω κάποιον να θεωρήσει ότι οφείλει χάρη, προκαλώ το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης («η καλοσύνη του μέ υποχρέωσε»)
4. (στον λόγιο μέσ. τ.) υποχρεούμαι, -όομαι
έχω υποχρέωση, έχω καθήκον («ο μάρτυρας υποχρεούται να πει την αλήθεια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόχρεως. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποχρεόω, -, μαρτυρείται από το 1852 στον θ. Φαρμακίδη].