έργω
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
Greek Monolingual
ἔργω και ἐέργω (Α)
1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῖοι... εἶργον τοῖς ὁπλίταις», Θουκ.)
2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.)
3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν δόμον ἐντὸς ἔεργον», Ομ. Οδ.)
4. παθ. κρατιέμαι, συγκρατιέμαι
5. εμποδίζω, συγκρατώ («τῆλέ μ’ ἐέργουσι ψυχαί», Ομ. Ιλ.)
6. αποσοβῶ, απομακρύνω («ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργη μυῖαν», Ομ. Ιλ.)
7. μέσ. ἔργομαι
απομακρύνομαι («ἔργετο... τῆς... πόλιος», Ηρόδ.)
8. αποτρέπω, εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι («εἴργει γὰρ τοὺς μὲν χρήματα, τοὺς δὲ νόος», θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. είργω].