Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εξαμηνιαίος
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἑξαμηνιαίος, -α, -ον) διαρκείας έξι μηνών νεοελλ. εκείνος που γίνεται κάθε έξι μήνες αρχ. ηλικίας έξι μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ.<εξα- <ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) +μηνιαίος.].