εξαράσσω

Greek Monolingual

ἐξαράσσω και αττ. τ. έξαράττω (Α)
1. συντρίβω, σπάζω («ἐκ δὲ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτί τρόπιν»)
2. διαρρηγνύω, σχίζω βίαια
3. βρίζω κάποιον («εὐθὺς ἐξαράττω πολλοῖς κακοῖς καἰσχροῖσι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αράσσω «συντρίβω»].