εξειδίκευση

Greek Monolingual

η
1. πλήρης ειδίκευση
2. απόκτηση ειδικότητας σε έναν τομέα
3. τυποποίηση της παραγωγής σε ορισμένη κατηγορία προϊόντων ή υπηρεσιών.