τυποποίηση
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
Greek Monolingual
η, Ν τυποποιώ
1. η διεργασία καταρτισμού και εφαρμογής προτύπων
2. η διαμόρφωση σύμφωνα με ορισμένο και αναλλοίωτο τύπο
3. (οικον.) α) ο προσδιορισμός ενιαίων και σταθερών τύπων σε ένα ή περισσότερα προϊόντα σύμφωνα με ορισμένες προδιαγραφές
β) η ανάπτυξη και εφαρμογή προτύπων που επιτρέπουν την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής τα οποία εύκολα μπορούν να συναρμολογηθούν με άλλα, χωρίς προσαρμογές
3. φρ. α) «τυποποίηση αγαθών και υπηρεσιών»
(οικον.-τεχνολ.) η καθιέρωση ποιοτικών και ποσοτικών προτύπων παραγωγής και διακίνησης τών υλικών αγαθών και τών υπηρεσιών
β) «τυποποίηση τροφίμων»
(τροφ. τεχνολ.) όρος που αναφέρεται στην παραγωγή προϊόντων σταθερής ποιότητας βάσει καθορισμένων προδιαγραφών παραγωγής.