εξημέρωση

Greek Monolingual

η (AM ἐξημέρωσις) εξημερώνω
1. το να καταστεί κάποιος ή κάτι ήμερος («η εξημέρωση του αλόγου», «τῆς γῆς ἐξημέρωσιν»)
2. ο εκπολιτισμός.