εξιπώ

Greek Monolingual

ἐξιπῶ, -όω (Α)
1. πιέζω βαριά («ώς ἐμοῦ γε τῷ ξύλῳ τὸν ὦμον ἐξιπώκατον», Αριστοφ.)
2. ξεραίνω τελείως
3. καθαρίζω (κυρίως το πεπτικό σύστημα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιπώ «πιέζω» (< ίπος «βάρος που πιέζει»)].