εξουδετερώνω

Greek Monolingual

1. εκμηδενίζω, ματαιώνω με ενέργειά μου, την ενέργεια κάποιου άλλου
2. εκμηδενίζω, καθιστώ κάποιον τελείως ακίνδυνο
3. μεταβάλλων όξινη ή αλκαλική ουσία σε ουδέτερη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τύπο της εξουδετερώ μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ. Πρόκειται πιθ. για απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. neutralizer)].