(AM ἐξουθενῶ, -όω και -έω)1. περιφρονώ, εξευτελίζω («τῆ μεγαλουχίᾳ τῆς αὐτοῦ δικαίως ἐξουθένωται»)2. εκμηδενίζω, αφανίζω τελείωςαρχ.-μσν.δεν αποδίδω καμιά σημασία, παραβλέπω τελείως.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ουθενώνω (< ουθείς, μτγν. τ. του ουδείς)].