επάνθηση

Greek Monolingual

η (Α ἐπάνθησις) επανθώ
άνθηση
νεοελλ.
1. (ορυκτ.) ο σχηματισμός επανθημάτων (ή επανθισμάτων)
2. (ορυκτ.) τα ίδια τα επανθήματα.