επανθώ

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

(Α ἐπανθῶ, -έω)
(για ιδιότητα)
εμφανίζομαι στην επιφάνεια του σώματος (ιδίως του προσώπου) («σεμνή ομορφιά επανθεί στο πρόσωπο της κόρης»
«ἐμοί... ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος», Θεόκρ.)
αρχ.
1. ανθώ
2. (για καθετί που εμφανίζεται πάνω σε κάτι σαν άνθος ή χλόη ή χνούδι) εμφανίζομαι σε μια επιφάνεια («λευκὴν τρίχα ἐπανθοῦσαν περὶ τὰ πρόσωπα», Ξεν.)
3. απόλ. εκδηλώνομαι έντονα («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῖ», Αριστοφ.)
4. στολίζομαι, λαμπρύνομαι.