Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
επίδεση
Greek Monolingual
η (AM ἐπίδεσις) επιδέω η κάλυψη τραύματος ή μέρους του σώματος με επίδεσμο για να συγκρατηθούν γάζες σε τραύμα, να συγκρατηθούν μέλη στη θέση τους ή να ασκηθεί πίεση σε ορισμένα σημεία.