επίδεση

Greek Monolingual

η (AM ἐπίδεσις) επιδέω
η κάλυψη τραύματος ή μέρους του σώματος με επίδεσμο για να συγκρατηθούν γάζες σε τραύμα, να συγκρατηθούν μέλη στη θέση τους ή να ασκηθεί πίεση σε ορισμένα σημεία.