Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιδέω

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

(I)
ἐπιδέω (Α)
1. δένω επάνω, προσδένω («ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους έπιδέεσθαι» — λοφία πάνω στα κράνη, Ηρόδ.)
2. δένω με επίδεσμο, φασκιώνω («πολλοὺς... τραύματα ἐπιδεδεμένους», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέω «δένω»].
(II)
ἐπιδέω (AM)
είμαι ελλιπής, υπολείπομαι, χρειάζομαι για να συμπληρωθώ («ἑπτακοσίας μυριάδας... ἐπιδεούσας ἑπτά χιλιάδων» — επτακόσιες μυριάδες παρά επτά χιλιάδες, Ηρόδ.)
μέσ. ἐπιδέομαι
μσν.
παρακαλώ
αρχ.
έχω έλλειψη, στερούμαι
απρόσ. ἐπιδεῖ
αρχ.
υπάρχει επίσης ανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέω «στερούμαι, έχω ανάγκη»].