ἐπίκοτος, -ον (Α)1. θυμωμένος, εχθρικός, εκδικητικός («στάσιν ἐπίκοτον», Πίνδ.)2. μισητός, απεχθής. επίρρ...ἐπικότωςμε οργή, θυμωμένα, εχθρικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κότος «οργή»].