επίκρανο
Greek Monolingual
το (Α ἐπίκρανον) κρανίον
νεοελλ.
το σακοειδές σχήμα της χλαίνης που καλύπτει το κεφάλι πάνω από το πηλήκιο τών στρατιωτικών, η κουκούλα
αρχ.
1. κάθε κάλυμμα ή κόσμημα του κεφαλιού, κεφαλόδεσμος
2. αρχιτ. το κιονόκρανο, το αρχιτεκτονικό μέλος που επιστέφει την παραστάδα ή τον πεσσό και αποτελείται από ένα ή περισσότερα κυμάτια. διακοσμημένα ή μη, και πολλές φορές και από άβακα
3. γραμμ. μτφ. τὰ ἐπίκρανα
οι προθέσεις.