Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἐπίμοιρος, -ον (Α)κοινωνός, μέτοχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μοιρος (< μοίρα < μείρομαι «διαιρώ, συμμετέχω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δίμοιρος, μεμψίμοιρος)].