επίνειο

Greek Monolingual

το (AM ἐπίνειον
Α και ιων. τ. ἐπινήιον)
λιμάνι με το οποίο εξυπηρετούνται το εμπόριο και η συγκοινωνία μεγάλης πόλης που βρίσκεται στο εσωτερικό
αρχ.
1. ναύσταθμος
2. λιμάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νείος «αυτός που έχει σχέση με τα πλοία». Αττικός τ. του νήιος (< ναύς «πλοίο»)].