συγκοινωνία

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

η, ΝΜ συγκοινωνῶ
νεοελλ.
1. η σύνδεση δύο αντικειμένων ή δύο σημείων με τη βοήθεια ενός μέσου, επικοινωνίασυγκοινωνία αγγείων»)
2. η ενέργεια και τα μέσα για τη μετάβαση ή τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από έναν τόπο σε έναν άλλο (α. «αεροπορική συγκοινωνία» β. «σιδηροδρομική συγκοινωνία» γ. «οδική συγκοινωνία» δ. «θα κατέβω στο κέντρο με τη συγκοινωνία»)
3. στον πληθ. οι συγκοινωνίες
(οικον.) η οργανωμένη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων με τη χρησιμοποίηση συγκοινωνιακών μέσων
μσν.
συμμετοχή, μέθεξη.