επίσσυτος

Greek Monolingual

ἐπίσσυτος, -ον (Α) επισεύομαι
1. (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», Αισχύλ.)
2. βίαιος, ξαφνικός («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», Αισχύλ.).