ἐπίσσυτος
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
English (LSJ)
ἐπίσσυτον (ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι) rushing, gushing, κλαυμάτων πηγαί A.Ag.887; violent, sudden, δύαι ib.1150 (lyr.); βίου τύχαι Id.Eu.924 (lyr.); φήμα E.Hipp.574 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 981] (ἐπισεύω), herzueilend, herandringend, schnell eintretend, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαί Aesch. Ag. 861, vgl. 1121; βίου τύχαι Eum. 883; Eur. Hipp. 574.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui jaillit avec force ; violent, soudain;
2 qui fond sur, acc..
Étymologie: ἐπισσεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσσῠτος:
1 неудержимый, стремительный (δύαι, βίου τύχαι Aesch.);
2 бурно вторгающийся, внезапный (φάμα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσσῠτος: -ον, (ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι) ὁ ἐξορμῶν, ὁ ἀναβλύζων μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ δακρύων, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ’ ἔνι σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 887· βίαιος, αἰφνίδιος, δύαι αὐτόθι 1150· βίου τύχαι ὁ αὐτ. Εὐμ. 924· μετ’ αἰτ., ὁρμητικός, φρένας ἐπίσσυτος Εὐρ. Ἱππ. 574.
Greek Monolingual
ἐπίσσυτος, -ον (Α) επισεύομαι
1. (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», Αισχύλ.)
2. βίαιος, ξαφνικός («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ἐπίσσῠτος: -ον (ἐπέσσυμαι, παρακ. του ἐπισεύω), ορμητικός, αυτός που ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με ορμή, λέγεται για δάκρυα, σε Αισχύλ.· βίαιος, αιφνίδιος, λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ., ορμητικός, τὰς φρένας, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἐπίσσῠτος, ον ἐπέσσυμαι,] perf. of ἐπισεύω
rushing, gushing, of tears, Aesch.: violent, sudden, of misfortunes, Aesch.: c. acc. rushing upon, τὰς φρένας Eur.
Translations
sudden
Arabic: مُبَاغِت, مُفَاجِئ; Armenian: հանկարծակի, անակնկալ; Belarusian: раптоўны; Bulgarian: внезапен; Catalan: sobtat; Cebuano: kalit; Chinese Mandarin: 突然, 急劇/急剧; Czech: náhlý; Danish: brat, pludselig; Dutch: plotseling, plotselinge; Esperanto: subita; Estonian: äkiline; Finnish: yhtäkkinen, äkillinen; French: soudain, subit; Galician: repentino, súbito; German: plötzlich, jäh; Greek: ξαφνικός, αιφνίδιος; Ancient Greek: ἄελπτος, αἰφνίδιος, ἀπροσδόκητος, ἀφνίδιος, ἐξαιφνίδιος, ἐξαπιναῖος, ἐξαπίναιος, ἐπίσσυτος, πρόσπαιος; Hebrew: פתאומי; Hungarian: hirtelen; Icelandic: skyndilegur; Irish: tobann; Italian: improvviso; Japanese: 突然の; Khmer: ភ្លាម; Korean: 급격한; Latgalian: ūms, pieškys; Latin: subitus, repentinus, repens; Latvian: pēkšņs, spējš, straujš; Livonian: aššõ; Macedonian: ненадеен, нагол; Malayalam: പെട്ടെന്ന്; Maori: ohotata, whawhati tata, matawhawhati; Mongolian Cyrillic: гэнэт; Mongolian: ᢉᠡᠨᠡᠳᠲᠡ; Occitan: subte; Old English: fǣrlīċ; Polish: nagły; Portuguese: repentino, súbito; Romanian: subit, brusc, neașteptat, neprevăzut; Russian: неожиданный, внезапный; Samoan: fa'afuase'i; Scottish Gaelic: obann, grad; Serbo-Croatian: ȉznenādan, nȅnādan, nágao; Slovak: náhly; Spanish: repentino, súbito, brusco; Swahili: ghafla; Swedish: plötslig; Tagalog: biglaan, kagyat, kaagad, bigla, mabilis, kaginsa-ginsa; Telugu: హఠాత్తుగా, అకస్మాత్తుగా; Thai: กะทันหัน; Tongan: fakatuʻupakē; Turkish: ani; Ukrainian: раптовий, несподі́ваний, наглий; Vietnamese: thình lình, đột ngột