επίστρωμα

Greek Monolingual

το (Μ ἐπίστρωμα) επιστόρνυμι
νεοελλ.
ό,τι στρώνεται ή απλώνεται επάνω σε κάτι άλλο, επικάλυμμα
μσν.
σαμάρι.