ἐπίστρωμα
From LSJ
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
German (Pape)
[Seite 986] τό, das Daraufgedeckte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίστρωμα: τό, ἐν τῷ πληθ., ἐπίσαγμα, «σαγμάρι», δίχα ἐπιστρωμάτων, ἄνευ ἐφιππίου, περὶ ἵππου, Achmes Ὀνειρ. 152.
Greek Monolingual
το (Μ ἐπίστρωμα) επιστόρνυμι
νεοελλ.
ό,τι στρώνεται ή απλώνεται επάνω σε κάτι άλλο, επικάλυμμα
μσν.
σαμάρι.