επανακυκλώ

Greek Monolingual

ἐπανακυκλῶ, -έω και σπαν. -όω (Α) κυκλώ
1. (για διαλείποντα πυρετό) επανέρχομαι
2. επαναλαμβάνω
3. μέσ. περιστρέφομαι ακολουθώντας αντίθετη φορά
4. μέσ. περιστρέφομαι γύρω γύρω, κυκλικά.