επεικάζω
Greek Monolingual
ἐπεικάζω (Α)
εικάζω, υποθέτω, φαντάζομαι, στοχάζομαι, συμπεραίνω («ὡς δὲ ἐπεικάσαι» — όσο μπορεί κανείς να υπολογίσει, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εικάζω «υποθέτω, φαντάζομαι»].
ἐπεικάζω (Α)
εικάζω, υποθέτω, φαντάζομαι, στοχάζομαι, συμπεραίνω («ὡς δὲ ἐπεικάσαι» — όσο μπορεί κανείς να υπολογίσει, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εικάζω «υποθέτω, φαντάζομαι»].