υποθέτω
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
Greek Monolingual
Ν
1. θέτω νοερά κάτι ως δεδομένο ιδίως για εξαγωγή συμπεράσματος ή για εξήγηση απορίας (α. «ο γιατρός υποθέτει ότι ο πυρετός οφείλεται σε στομαχική διαταραχή» β. «δεν μάς έγραψες τόσον καιρό και υποθέσαμε ότι είσαι θυμωμένος»)
2. (γενικά) νομίζω, εικάζω, πιστεύω, θεωρώ ή εκλαμβάνω κάτι ως πιθανό (α. «υποθέτω ότι δεν θα λησμονήσουν αμέσως τις προεκλογικές εξαγγελίες τους» β. «πρόκειται για τον υποτιθέμενο δράστη της ληστείας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὑποτίθημι (πρβλ. καταθέτω: κατατίθημι)].