ἐπεκχέω (Α) εκχέω1. χύνω πάνω σε κάτι2. μέσ. ἐπεκχέομαιξεχύνομαι, ορμώ εναντίον κάποιου («ἵνα πάντες ἐπεκχυθέντες τοῖς πολεμίοις», ΠΔ)3. μέσ. εξαπλώνομαι κάπου.