επιβίβαση

Greek Monolingual

η
είσοδος, εισαγωγή σε μεταφορικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιβιβάζω. Η λ. στον λόγιο τ. επιβίβασις μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].