επιγονατίδα

Greek Monolingual

η (AM ἐπιγονατίς, Α και ἐπιγουνατίς)
το τριγωνικό κόκαλο που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος της άρθρωσης στο γόνατο
αρχ.
γυναικείο φόρεμα μέχρι το γόνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γονατ-ίς -ίδα (< γόνυ)].