επιθορυβώ

Greek Monolingual

ἐπιθορυβῶ, -έω (Α)
1. θορυβώ για κάτι, φωνάζω δυνατά σ’ ένδειξη δυσαρέσκειας ή ως σημείο επιδοκιμασίας (α. «ἐπεθορύβησε πάλινὄχλος», Ξεν.
β. «εἰπόντος αὐτοῦ ταῦτα καὶ τῶν ἄλλων ἐπιθορυβησάντων», Πλάτ.).