επικάλυψη

Greek Monolingual

η (Α ἐπικάλυψις) επικαλύπτω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επικαλύπτω, το σκέπασμα, το κρύψιμο
2. η επίστρωση μεταλλικής επιφάνειας με άλλο μέταλλο για προστασία από την οξείδωση.