-ές (AM ἐπικαμπής) επικάμπτωκαμπύλος, γωνιώδης, κυρτός, γυριστόςαρχ.1. ευλύγιστος. επίρρ...ἐπικαμπῶς (AM)καμπυλωτά, κυρτά.