επικάμπτω

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

Greek Monolingual

(AM έπικάμπτω)
1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ώστε να σχηματίσει γωνία, κυρτώνω
2. (αμτβ.) κυρτώνομαι
μσν.
μέσ. ἐπικάμπτομαι
είμαι προσηνής, ευπροσήγοροςοὗτος συνήλγει πάσχουσι, συνέκαμνε πονοῦσι, τοῖς ξένοις ἐπεκάμπτετο, φίλους παρεμυθεῖτο», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
1. σχηματίζω γωνία, στροφή ή αψίδα
2. στρέφομαι
3. (για στρ. φάλαγγα) δίνω στη φάλαγγα τον σχηματισμό «επικαμπή»
3. (για στόλο) σχηματίζω κυρτη γραμμή για να κυκλώσω τον εχθρό
4. μτφ. συγκινώ, μαλακώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάμπτω «λυγίζω»].