ἐπικατασπῶ, -άω (Α)1. τραβώ, σύρω προς τα κάτω κατόπιν2. παθ. ἐπικατασπῶμαι, -άομαισύρομαι μέσα κατόπιν.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατασπώ «σύρω δυνατά»].