ἐπικεύθω (Α)(πάντ. με άρν.) κρύβω, κρατώ μυστικό («τῷ τοι... ἐρέω ἔπος, ούδ’ ἐπικεύσω», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεύθω «καλύπτω, αποκρύπτω»].