ἐπικομίζω (AM) κομίζωμεταφέρω, κομίζω, οδηγώ κάτι σε κάποιοναρχ.1. μέσ. ἐπικομίζομαιφέρω, έχω κάτι επάνω μου, συναποκομίζω («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῖς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.)2. παθ. (για παιδιά) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι.