επικρουστήρας

Greek Monolingual

ο επικρούω
επίμηκες χαλύβδινο όργανο με ακή το οποίο ωθείται προς τα εμπρός με κρουστικό μηχανισμό και προκαλεί ανάφλεξη φυσιγγίου ή καψουλιού.