επικρούω

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπικρούω)
χτυπώ κάτι από πάνω («ἐπικρούεις τὸν ἦλον» — χτυπάς το καρφί)
νεοελλ.
εξετάζω ασθενή με επίκρουση
αρχ.
1. χτυπώ δυνατά («χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες»)
2. εμπαίζω, χλευάζω
3. επικροτώ.