Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επικρούω

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

(AM ἐπικρούω)
χτυπώ κάτι από πάνω («ἐπικρούεις τὸν ἦλον» — χτυπάς το καρφί)
νεοελλ.
εξετάζω ασθενή με επίκρουση
αρχ.
1. χτυπώ δυνατά («χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες»)
2. εμπαίζω, χλευάζω
3. επικροτώ.