(AM ἐπικρούω)χτυπώ κάτι από πάνω («ἐπικρούεις τὸν ἦλον» — χτυπάς το καρφί)νεοελλ.εξετάζω ασθενή με επίκρουσηαρχ.1. χτυπώ δυνατά («χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες»)2. εμπαίζω, χλευάζω3. επικροτώ.