επιλάμπω
Greek Monolingual
ἐπιλάμπω (Α) λάμπω
1. φωτίζω, φέγγω («...ἡμέρη ἐπέλαμψε», Ηρόδ.)
2. (για άνδρες με υψηλή αποστολή) ξεχωρίζω
3. (μτβ.) φωτίζω, κάνω φωτεινό («μόχθοι νεότατ’ ἐπέλαμψαν μυρίοι», Πίνδ.)
4. λάμπω επάνω σε κάτι («λόφῳ ἐπελάμπετο πήληξ» — έλαμπε η περικεφαλαία με το λοφίο επάνω της, Απολλ. Ρόδ.).